πολυκοιρανίη: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[πολυκοιρανία]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[πολυκοιρανία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ [[многовластие]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ (κοίρᾰνος), [[διακυβέρνηση]], διοικητική [[κυριαρχία]] πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ (κοίρᾰνος), [[διακυβέρνηση]], διοικητική [[κυριαρχία]] πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ [[многовластие]] Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]<br />the [[rule]] of [[many]], Il.
|mdlsjtxt=πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]<br />the [[rule]] of [[many]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.

Russian (Dvoretsky)

πολῠκοιρᾰνίη:многовластие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

English (Autenrieth)

(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.

Greek Monotonic

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]
the rule of many, Il.