πολυκοιρανίη
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.
Russian (Dvoretsky)
πολῠκοιρᾰνίη: ἡ многовластие Hom.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.
English (Autenrieth)
(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.
Greek Monotonic
πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.