πολυμέρεια: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυμέρεια:''' ἡ [[наличие многих частей или элементов]], [[сложность]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πολυμερία]], Μ [[πολυμερής]]<br />το να αποτελείται [[κάτι]] από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να ασχολείται [[κανείς]] με [[πολλά]]<br /><b>2.</b> η [[επίδοση]] κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμέρεια]] μόρφωσης»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> α) η [[ιδιότητα]] του πολυμερούς<br />β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική [[χημεία]] και χαρακτήριζε τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να [[είναι]] πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[πολυμερία]], Μ [[πολυμερής]]<br />το να αποτελείται [[κάτι]] από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να ασχολείται [[κανείς]] με [[πολλά]]<br /><b>2.</b> η [[επίδοση]] κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμέρεια]] μόρφωσης»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> α) η [[ιδιότητα]] του πολυμερούς<br />β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική [[χημεία]] και χαρακτήριζε τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να [[είναι]] πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, a consisting of many parts, Ph.1.506, Placit.5.26.4, Porph.Sent. 34.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, das aus vielen Theilen Bestehen, Plut. plac. phil. 5, 26.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grand nombre de parties.
Étymologie: πολύς, μέρος.
Russian (Dvoretsky)
πολυμέρεια: ἡ наличие многих частей или элементов, сложность Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμέρεια: ἡ, τὸ ἐκ πολλῶν μερῶν συνεστηκέναι, Φίλων 1. 506, Πλούτ. 2. 910C.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ πολυμερής
το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά
2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης»)
3. χημ. α) η ιδιότητα του πολυμερούς
β) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην οργανική χημεία και χαρακτήριζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων χημικών ενώσεων τών οποίων τα μοριακά βάρη συμβαίνει να είναι πολλαπλάσια του ίδιου αριθμού.