ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />aux rênes de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]].
|btext=ος, ον :<br />aux rênes de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
|elnltext=ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποικιλάνιος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>-ήνιος</i>, αυτός που έχει πολυποίκιλτα [[ηνία]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ποικιλάνιος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>-ήνιος</i>, αυτός που έχει πολυποίκιλτα [[ηνία]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλάνιος:''' (ᾱ), атт. * [[ποικιλήνιος|ποικῐλήνιος]] 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικιλ-άνιος, ον,<br />with broidered [[reins]], Pind.
|mdlsjtxt=ποικιλ-άνιος, ον,<br />with broidered [[reins]], Pind.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλάνιος Medium diacritics: ποικιλάνιος Low diacritics: ποικιλάνιος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: poikilánios Transliteration B: poikilanios Transliteration C: poikilanios Beta Code: poikila/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.

English (Slater)

ποικῐλᾱνιος, -ον with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ-ήνιος].

Greek Monotonic

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.

Middle Liddell

ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.