συνεπιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно или целиком отдавать]] (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно прибавляться]], [[нарастать]] (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 19: Line 22:
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν
τι τὴν χεῖρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
τι τὴν χεῖρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно или целиком отдавать]] (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[одновременно прибавляться]], [[нарастать]] (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιδίδωμι Medium diacritics: συνεπιδίδωμι Low diacritics: συνεπιδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synepidídōmi Transliteration B: synepididōmi Transliteration C: synepididomi Beta Code: sunepidi/dwmi

English (LSJ)

A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.

French (Bailly abrégé)

croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιδίδωμι:
1) одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2) одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.

Greek Monolingual

Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν τι τὴν χεῖρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].