Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιαροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de tiare.<br />'''Étymologie:''' [[τιάρα]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />en forme de tiare.<br />'''Étymologie:''' [[τιάρα]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τιᾱροειδής:''' [[тиарообразный]] ([[κρώβυλος]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐᾱροειδής:''' -ές, αυτός που έχει [[σχήμα]] [[τιάρας]] ή είναι όμοιος με [[τιάρα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τῐᾱροειδής:''' -ές, αυτός που έχει [[σχήμα]] [[τιάρας]] ή είναι όμοιος με [[τιάρα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τιᾱροειδής:''' [[тиарообразный]] ([[κρώβυλος]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τιᾱρο-ειδής, ές<br />shaped like or like a [[tiara]], Xen.
|mdlsjtxt=τιᾱρο-ειδής, ές<br />shaped like or like a [[tiara]], Xen.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐᾱροειδής Medium diacritics: τιαροειδής Low diacritics: τιαροειδής Capitals: ΤΙΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: tiaroeidḗs Transliteration B: tiaroeidēs Transliteration C: tiaroeidis Beta Code: tiaroeidh/s

English (LSJ)

ές, like or shaped like a tiara, X.An.5.4.13.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de tiare.
Étymologie: τιάρα, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

τιᾱροειδής: тиарообразный (κρώβυλος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

τιᾱροειδής: ὁ ἔχων σχῆμα τιάρας ἢ ὅμοιος τιάρᾳ, κράνη.... ἐγγύτατα τιαροειδῆ Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με τιάρακράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + -ειδής].

Greek Monotonic

τῐᾱροειδής: -ές, αυτός που έχει σχήμα τιάρας ή είναι όμοιος με τιάρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

τιᾱρο-ειδής, ές
shaped like or like a tiara, Xen.