τυμπανοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τύμπανον]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τύμπανον]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τυμπᾰνοειδής:''' [[имеющий форму барабана]] Arst., Diog. L., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τύμπανο]], αυτός που έχει [[σχήμα]] τυμπάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τύμπανο]], αυτός που έχει [[σχήμα]] τυμπάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τυμπᾰνοειδής:''' [[имеющий форму барабана]] Arst., Diog. L., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνοειδής Medium diacritics: τυμπανοειδής Low diacritics: τυμπανοειδής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: tympanoeidḗs Transliteration B: tympanoeidēs Transliteration C: tympanoeidis Beta Code: tumpanoeidh/s

English (LSJ)

ές, like a drum, Arist.Cael.293b34, D.L.9.30 (Cobet, for -ῶδες), Placit. 3.10.4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un tambour.
Étymologie: τύμπανον, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνοειδής: имеющий форму барабана Arst., Diog. L., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τύμπανον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9, Διογ. Λ. 9. 30.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου
νεοελλ.
πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -ειδής].