τᾶν: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>béot. c.</i> [[τῶν]], <i>gén. pl. fém. de l'art.</i> ὁ, ἡ, τό;<br /><i>c.</i> [[τάν]]. | |btext=<i>béot. c.</i> [[τῶν]], <i>gén. pl. fém. de l'art.</i> ὁ, ἡ, τό;<br /><i>c.</i> [[τάν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾶν:'''<br /><b class="num">I</b> беот. (= τῶν) gen. pl. к ἡ.<br /><b class="num">II</b> = τάν. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾶν:''' ή τάν, άκλιτο, μόνο στη [[φράση]], [[ὦ τᾶν]] ή [[ὦ τάν]] (ως [[προσφώνηση]]), ω κύριε!, ω [[καλέ]] μου φίλε!, ω αγαπητέ!, σε Σοφ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται και ως [[προσφώνηση]] πολλών πρόσωπων, [[ὦ τᾶν]], <i>ἀπαλλαχθῆτον</i>, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''τᾶν:''' ή τάν, άκλιτο, μόνο στη [[φράση]], [[ὦ τᾶν]] ή [[ὦ τάν]] (ως [[προσφώνηση]]), ω κύριε!, ω [[καλέ]] μου φίλε!, ω αγαπητέ!, σε Σοφ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται και ως [[προσφώνηση]] πολλών πρόσωπων, [[ὦ τᾶν]], <i>ἀπαλλαχθῆτον</i>, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:31, 3 October 2022
English (LSJ)
indecl., only Att. and in phrase ὦ τᾶν, as a form of address, sir, my good friend, S.OT1145, Ph.1387, E.Ba.802, Pl.Ap.25c, Ep. 319e, D.1.26: freq. in Com. (not in Ar.), Pl.Com. 17 D., Men.Sam. 202, Com.Adesp.21.11 D.: with a pr. n., ὦ τ. Φαίδιμε ib.22.66 D.; used in addressing several persons, τί δρῶμεν, ὦ τᾶν; S.Ichn.98; ἆρά γε, ὦ τᾶν, ἐθελήσετε; Cratin.360, cf. Nicopho 29. (A.D.Adv. 159.11 says ωταν has a long final syllable and two accents: after criticizing earlier theories he derives it from ὦ Ετᾶν, in which Ετᾶν is a form of ἔτης, comparing μεγιστᾶν, ξυνᾶν: accented ὦ τᾶν in S.Ichn. l.c.)
French (Bailly abrégé)
béot. c. τῶν, gén. pl. fém. de l'art. ὁ, ἡ, τό;
c. τάν.
Russian (Dvoretsky)
τᾶν:
I беот. (= τῶν) gen. pl. к ἡ.
II = τάν.
Greek (Liddell-Scott)
τᾶν: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντί τοι ἄν· ἀλλὰ τἀν, ἀντὶ τὰ ἐν.
Greek Monotonic
τᾶν: ή τάν, άκλιτο, μόνο στη φράση, ὦ τᾶν ή ὦ τάν (ως προσφώνηση), ω κύριε!, ω καλέ μου φίλε!, ω αγαπητέ!, σε Σοφ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση πολλών πρόσωπων, ὦ τᾶν, ἀπαλλαχθῆτον, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
only in phrase, ὦ τᾶν or ὦ τάν
sir, my good friend, Soph., Eur., Plat., etc.; used in addressing several persons, ὦ τᾶν, ἀπαλλαχθῆτον Ar. [Origin uncertain.]
Frisk Etymology German
τᾶν: (τάν)
{tãn}
Meaning: nur in ὦ τᾶν (ὦ τάν) umgangssprachliche Anrede (att.).
Etymology: Kann durch innere Kürzung von τάλαν entstanden sein (Kretschmer Glotta 1, 58). Bedenken bei Björck Alpha impurum 275ff., wo auch ausführlich über die Bed. (mit Belegstellen).
Page 2,851