τρυγηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий плоды Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὀτρυγηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[τρύγη]], με [[δημητριακά]], [[σιτοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ὀτρυγηφάγος]] και <i>ἀτρυγηφάγος</i>, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (<b>βλ.</b> και λ. [[τρύγη]])].
|mltxt=και [[ὀτρυγηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[τρύγη]], με [[δημητριακά]], [[σιτοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ὀτρυγηφάγος]] και <i>ἀτρυγηφάγος</i>, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (<b>βλ.</b> και λ. [[τρύγη]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠγηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий плоды Plut.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφάγος Medium diacritics: τρυγηφάγος Low diacritics: τρυγηφάγος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: trygēphágos Transliteration B: trygēphagos Transliteration C: trygifagos Beta Code: trughfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring crops, Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, Archil.97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les récoltes.
Étymologie: τρύγη, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφάγος: (ᾰ) пожирающий плоды Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον = σιτοφάγος, οὔτε σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· ὡσαύτως, ἀ-τρυγηφάγος, «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-τρυγηφάγος, ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.

Greek Monolingual

και ὀτρυγηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρέφεται με τρύγη, με δημητριακά, σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φάγος. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)].