φανταστός: Difference between revisions
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut se représenter par l'imagination, qu’on peut se figurer.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut se représenter par l'imagination, qu’on peut se figurer.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φανταστός:''' [adj. verb. к [[φαντάζομαι]] воображаемый (αἰσθητὸς καὶ φ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φανταστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φανταχτός]] και σφανταχτός, -ή, -ό Ν [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φανταστῶς</i> Α<br />με φανταστό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[φανταστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[φανταχτός]] και σφανταχτός, -ή, -ό Ν [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i>]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φανταστῶς</i> Α<br />με φανταστό τρόπο. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, acting upon the φαντασία (q.v., signf. 2), Arist.Mem.450a24; only of real objects acc. to Chrysipp.Stoic.2.22; τὸ ὑποπῖπτον φ. M.Ant.3.11. Adv. -τῶς Syrian. in Metaph. 117.14.
German (Pape)
[Seite 1255] adj. verb. von φαντάζω, auf die Einbildung, Vorstellung wirkend, durch die Einbildung, Vorstellung empfangen, eingebildet, Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut se représenter par l'imagination, qu’on peut se figurer.
Étymologie: φαντάζω.
Russian (Dvoretsky)
φανταστός: [adj. verb. к φαντάζομαι воображаемый (αἰσθητὸς καὶ φ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φανταστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φαντάζω, ὁ ἐνεργῶν ἐπὶ τῆς φαντασίας (ὃ ἴδε ἐν σημασ. ΙΙ. 2), Ἀριστ. περὶ Μνήμ. 1. 9, Πλούτ. 2. 900E.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φανταστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φανταχτός και σφανταχτός, -ή, -ό Ν φαντάζω, -ομαι]
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τον φανταστεί.
επίρρ...
φανταστῶς Α
με φανταστό τρόπο.