τωὐτό: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>crase ion. p.</i> τὸ [[αὐτό]] la même chose.
|btext=<i>crase ion. p.</i> τὸ [[αὐτό]] la même chose.
}}
{{elnl
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
}}
{{elru
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
}}
{{elnl
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.