φιλομμειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλομμειδής:''' -ές, ποιητ. αντί [[φιλο-]]μειδής ([[μειδάω]]), αυτός που αγαπά το [[χαμόγελο]], επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''φῐλομμειδής:''' -ές, ποιητ. αντί [[φιλο-]]μειδής ([[μειδάω]]), αυτός που αγαπά το [[χαμόγελο]], επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλομ-μειδής, ές [poetic for [[φιλομειδής]] [[μειδάω]]<br />[[laughter]]-[[loving]], [[epithet]] of [[Aphrodite]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=φῐλομ-μειδής, ές [poetic for [[φιλομειδής]] [[μειδάω]]<br />[[laughter]]-[[loving]], [[epithet]] of [[Aphrodite]], Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομμειδής Medium diacritics: φιλομμειδής Low diacritics: φιλομμειδής Capitals: ΦΙΛΟΜΜΕΙΔΗΣ
Transliteration A: philommeidḗs Transliteration B: philommeidēs Transliteration C: filommeidis Beta Code: filommeidh/s

English (LSJ)

ές, poet. for φιλομειδής, laughter-loving, epithet of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf.sq.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

poét. c. φιλομειδής.

Russian (Dvoretsky)

φιλομμειδής: Hom. и φιλομμηδής 2 Hes. = φιλομειδής.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.

Greek Monotonic

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. αντί φιλο-μειδής (μειδάω), αυτός που αγαπά το χαμόγελο, επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

φῐλομ-μειδής, ές [poetic for φιλομειδής μειδάω
laughter-loving, epithet of Aphrodite, Hom., Hes.