ἀλάτας: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. p.</i> [[ἀλήτης]].
|btext=<i>dor. p.</i> [[ἀλήτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλάτᾱς:''' дор. Soph. = [[ἀλήτης]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]].
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλάτᾱς:''' дор. Soph. = [[ἀλήτης]] I.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάτας Medium diacritics: ἀλάτας Low diacritics: αλάτας Capitals: ΑΛΑΤΑΣ
Transliteration A: alátas Transliteration B: alatas Transliteration C: alatas Beta Code: a)la/tas

English (LSJ)

ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.

German (Pape)

[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.

French (Bailly abrégé)

dor. p. ἀλήτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.

Greek Monolingual

ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.

Greek Monotonic

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.