ἀνήφαιστος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> sans Héphaistos : (feu) auquel Héphaistos est étranger, dont les flammes ne sont pas matérielles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[Ἥφαιστος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> sans Héphaistos : (feu) auquel Héphaistos est étranger, dont les flammes ne sont pas matérielles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[Ἥφαιστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνήφαιστος:''' не гефестов, т. е. невещественный, неземной (о гневе подземных богов) ([[πῦρ]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνήφαιστος:''' -ον, αυτός που δεν έχει πραγματική [[φωτιά]], [[πῦρ]] ἀνήφαιστον, δηλ. η [[φωτιά]] της διχόνοιας, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνήφαιστος:''' -ον, αυτός που δεν έχει πραγματική [[φωτιά]], [[πῦρ]] ἀνήφαιστον, δηλ. η [[φωτιά]] της διχόνοιας, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />without [[real]] [[fire]], πῦρ ἀνήφαιστον, i. e. the [[fire]] of [[discord]], Eur. | |mdlsjtxt=<br />without [[real]] [[fire]], πῦρ ἀνήφαιστον, i. e. the [[fire]] of [[discord]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, ἀ. πῦρ fire that is no fire, i.e. discord, E.Or.621.
Spanish (DGE)
-ον
que no es fuego ἀ. πῦρ fig. de la discordia, E.Or.621.
German (Pape)
[Seite 230] ohne Hephästus, d. h. ohne Feuer, πῦρ, Flamme des Unheils, Eur. Or. 613.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. sans Héphaistos : (feu) auquel Héphaistos est étranger, dont les flammes ne sont pas matérielles.
Étymologie: ἀ, Ἥφαιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήφαιστος: не гефестов, т. е. невещественный, неземной (о гневе подземных богов) (πῦρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήφαιστος: -ον, ἀν. πῦρ, οὐχὶ πραγματικὸν πῦρ, ἀλλὰ τὸ πῦρ τῆς ἔριδος, «οὐ τοῦτο λέγει τὸ πῦρ τὸ τὰ ξύλα καὶ τὴν ὕλην ἀναλίσκον, ἀλλ’ ἕτερον μέν τι, ὁμοίως δὲ τούτῳ ἀναλωτικὸν καὶ διαφθαρτικόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 621, ἔνθα ἴδε Πόρσ.
Greek Monolingual
ἀνήφαιστος, -ον(Α)
φρ. «ἀνήφαιστον πῡρ» — η φωτιά της διαμάχης (που δεν είναι η πραγματική φωτιά του Ηφαίστου).
Greek Monotonic
ἀνήφαιστος: -ον, αυτός που δεν έχει πραγματική φωτιά, πῦρ ἀνήφαιστον, δηλ. η φωτιά της διχόνοιας, σε Ευρ.
Middle Liddell
without real fire, πῦρ ἀνήφαιστον, i. e. the fire of discord, Eur.