ἀπφύς: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[term]] of endearment used by children to [[their]] [[father]], [[papa]], Theocr.
|mdlsjtxt=a [[term]] of endearment used by children to [[their]] [[father]], [[papa]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 341] ύος, ὁ, in B. A. 857, 7 ἀπφῦς accentuirt, schmeichelnder Name, den lallende Kinder dem Vater geben, Papa, nur nom. u. accus., Theocr. 15, 13. 14.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
papa mot d'enfant.
Étymologie: cf. ἀπφά, ἄπφα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπφύς: ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, λέξις ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)
θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» — καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα].

Greek Monotonic

ἀπφύς: -ύος, ὁ, λέξη που εκφράζει τρυφερότητα και χρησιμ. από τα παιδιά όταν προσφωνούν ή μιλούν στον πατέρα τους, μπαμπάκας, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

a term of endearment used by children to their father, papa, Theocr.