ἐχέστονος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cause de la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[στόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui cause de la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[στόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέστονος:''' [[ἔχω]] 29] исторгающий стоны ([[ἰός]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐχέ-στονος, ον<br />[[bringing]] sorrows, Theocr.
|mdlsjtxt=ἐχέ-στονος, ον<br />[[bringing]] sorrows, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέστονος Medium diacritics: ἐχέστονος Low diacritics: εχέστονος Capitals: ΕΧΕΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: echéstonos Transliteration B: echestonos Transliteration C: echestonos Beta Code: e)xe/stonos

English (LSJ)

ον, bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.

German (Pape)

[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέστονος: ἔχω 29] исторгающий стоны (ἰός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.

Greek Monolingual

ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].

Greek Monotonic

ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐχέ-στονος, ον
bringing sorrows, Theocr.