ἑκατοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de cent ans, séculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de cent ans, séculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατοντούτης:''' Pind. = [[ἑκατονταέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατοντούτης:''' Pind. = [[ἑκατονταέτης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for [[ἑκατονταετής]], Luc.]
|mdlsjtxt=ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for [[ἑκατονταετής]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντούτης Medium diacritics: ἑκατοντούτης Low diacritics: εκατοντούτης Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: hekatontoútēs Transliteration B: hekatontoutēs Transliteration C: ekatontoytis Beta Code: e(katontou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14:—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.

Spanish (DGE)

-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.

German (Pape)

[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοντούτης: Pind. = ἑκατονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῦτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for ἑκατονταετής, Luc.]