ἕης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>gén. fém. épq. de</i> [[ὅς]]¹. | |btext=<i>gén. fém. épq. de</i> [[ὅς]]¹. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕης:''' эп. (= ἥς) gen. f к ὅς. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕης:''' Επικ. αντί <i>ἧς</i>, γεν. θηλ. του <i>ὅς</i>, της οποίας· [[αλλά]] [[ἑῆς]], γεν. του <i>ὅς</i>, [[δικός]] του. | |lsmtext='''ἕης:''' Επικ. αντί <i>ἧς</i>, γεν. θηλ. του <i>ὅς</i>, της οποίας· [[αλλά]] [[ἑῆς]], γεν. του <i>ὅς</i>, [[δικός]] του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:33, 3 October 2022
English (LSJ)
Epic gen. of ὅς, who, Il. 16.208.
Spanish (DGE)
v. ὅς.
French (Bailly abrégé)
gén. fém. épq. de ὅς¹.
Russian (Dvoretsky)
ἕης: эп. (= ἥς) gen. f к ὅς.
Greek (Liddell-Scott)
ἕης: Ἐπ. γεν. τοῦ ὅς, ὁ ὁποῖος Ἰλ. Π. 208: ἀλλὰ τὸ ἑῆς γεν. τοῦ ὅς, ἑός, ἰδικός του.
English (Autenrieth)
see ὅς.
Greek Monotonic
ἕης: Επικ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, της οποίας· αλλά ἑῆς, γεν. του ὅς, δικός του.