ἕης
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
Epic gen. of ὅς, who, Il. 16.208.
Spanish (DGE)
v. ὅς.
French (Bailly abrégé)
gén. fém. épq. de ὅς¹.
Russian (Dvoretsky)
ἕης: эп. (= ἥς) gen. f к ὅς.
Greek (Liddell-Scott)
ἕης: Ἐπ. γεν. τοῦ ὅς, ὁ ὁποῖος Ἰλ. Π. 208: ἀλλὰ τὸ ἑῆς γεν. τοῦ ὅς, ἑός, ἰδικός του.
English (Autenrieth)
see ὅς.
Greek Monotonic
ἕης: Επικ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, της οποίας· αλλά ἑῆς, γεν. του ὅς, δικός του.