ὀκταπόδης: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long <i>ou</i> large de huit pieds;<br /><b>2</b> à huit pattes, octapode.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[πούς]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long <i>ou</i> large de huit pieds;<br /><b>2</b> à huit pattes, octapode.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτᾰπόδης:''' [[восьмифутовый]] ([[ἄξων]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτᾰπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] [[οκτώ]] ποδών, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὀκτᾰπόδης:''' -ου, ὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] [[οκτώ]] ποδών, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτᾰπόδης:''' [[восьмифутовый]] ([[ἄξων]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀκτᾰ-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[eight]] feet [[long]], Hes.
|mdlsjtxt=ὀκτᾰ-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[eight]] feet [[long]], Hes.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταπόδης Medium diacritics: ὀκταπόδης Low diacritics: οκταπόδης Capitals: ΟΚΤΑΠΟΔΗΣ
Transliteration A: oktapódēs Transliteration B: oktapodēs Transliteration C: oktapodis Beta Code: o)ktapo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A eight feet long, Hes.Op.425. II eight-footed, καρκίνος Nic.Th.605.

German (Pape)

[Seite 317] = Folgdm; ἄξων, Hes. O. 427; bei Nic. Th. 605 der Krebs.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 long ou large de huit pieds;
2 à huit pattes, octapode.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτᾰπόδης: восьмифутовый (ἄξων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μῆκος ὀκτὼ ποδῶν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 437. ΙΙ. ὁ ἔχων ὀκτὼ πόδας, Νικ. Θ. 605.

Greek Monolingual

ὀκταπόδης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επτα-πόδης].

Greek Monotonic

ὀκτᾰπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος οκτώ ποδών, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀκτᾰ-πόδης, ου, ὁ, πούς
eight feet long, Hes.