ὀρνιθικός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | |btext=ή, όν :<br />propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρνῑθικός:''' [[птичий]] ([[τροφή]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρνῑθικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὀρνῑθικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρνῑθικός, ή, όν<br />of or for birds, Luc. | |mdlsjtxt=ὀρνῑθικός, ή, όν<br />of or for birds, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln eigen (?).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθικός: птичий (τροφή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.
Greek Monolingual
ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.
Greek Monotonic
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὀρνῑθικός, ή, όν
of or for birds, Luc.