ποριστικός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.
|elnltext=ποριστικός -ή -όν [πορίζω] [[in staat om te verschaffen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστικός Medium diacritics: ποριστικός Low diacritics: ποριστικός Capitals: ΠΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poristikós Transliteration B: poristikos Transliteration C: poristikos Beta Code: poristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.

German (Pape)

[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.

Russian (Dvoretsky)

ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτιἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.

Greek Monotonic

ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.

Middle Liddell

ποριστικός, ή, όν πορίζω
able to furnish, Xen.