διορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Verbessern]] [[gehörig]], [[verbessernd]]</i>, Arist. <i>Eth</i>. 5.7; τὰ διορθωτικά, ein Buch, welchessich mit der kritischen [[Verbesserung]] des Textes eines Schriftstellers [[beschäftigt]], <i>Scholl. Il</i>. 14.255, vgl. Sengebusch <i>[[Homer]]. diss</i>. 1 p. 56.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτικός Medium diacritics: διορθωτικός Low diacritics: διορθωτικός Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diorthōtikós Transliteration B: diorthōtikos Transliteration C: diorthotikos Beta Code: diorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, corrective, Arist.EN1131a1; τὰ -κά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς Eust. 936.43.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτικός: исправляющий, улучшающий, совершенствующий (εἶδος δικαιοσύνης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) διορθωτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή του διορθωτή.

German (Pape)

ή, όν, zum Verbessern gehörig, verbessernd, Arist. Eth. 5.7; τὰ διορθωτικά, ein Buch, welchessich mit der kritischen Verbesserung des Textes eines Schriftstellers beschäftigt, Scholl. Il. 14.255, vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 56.