κεγχραμίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεγχρᾰμίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ фиговое зернышко Arst.
|elrutext='''κεγχρᾰμίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[фиговое зернышко]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:42, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρᾰμίς Medium diacritics: κεγχραμίς Low diacritics: κεγχραμίς Capitals: ΚΕΓΧΡΑΜΙΣ
Transliteration A: kenchramís Transliteration B: kenchramis Transliteration C: kegchramis Beta Code: kegxrami/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (κέγχρος)
A seed of fig, Hp.Nat.Mul.109, Arist. HA549a29, Thphr.HP1.11.6, 2.8.2.
2 olive kernel, Suid.
3 pl., trachomata of the eye, Orib.Eup.4.27 tit.

German (Pape)

[Seite 1410] ίδος, ἡ, die kleinen Körner in den Feigen u. Oliven; Hippocr.; Arist. H. A. 5, 17; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κεγχρᾰμίς: ίδος (ῐδ) ἡ фиговое зернышко Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρᾰμίς: -ίδος, ἡ, (κέγχρος) ὁ ἐν τῷ σύκῳ μικρὸς σπόρος, Ἱππ. 586. 49, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 4, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 6. 2) ὁ πυρὴν τῆς ἐλαίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κεγχραμίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ο μικρός σπόρος του σύκου
2. το κουκούτσι της ελιάς
3. κάθε λεπτός κόκκος
4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες
τα τραχώματα τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς.