κηλήτης: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />malade d'une hernie.<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[malade d'une hernie]].<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:08, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήτης Medium diacritics: κηλήτης Low diacritics: κηλήτης Capitals: ΚΗΛΗΤΗΣ
Transliteration A: kēlḗtēs Transliteration B: kēlētēs Transliteration C: kilitis Beta Code: khlh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κήλη) one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—Att. καλήτης Phryn. PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
malade d'une hernie.
Étymologie: κήλη.

Russian (Dvoretsky)

κηλήτης: ου ὁ страдающий грыжей Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτης: -ου, ὁ, (κήλη) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) κήλη
αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.).

Greek Monotonic

κηλήτης: -ου, ὁ (κήλη), αυτός που είναι «σπασμένος», κομμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κηλήτης, ου, κήλη
one who is ruptured, Anth.