κόνιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κόνιος -α -ον [κόνις] stoffig. | |elnltext=κόνιος -α -ον [κόνις] [[stoffig]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
α, ον, (κόνις) A dusty, χέρσος Pi.N.9.43. II causing dust, epithet of Zeus, Paus.1.40.6.
German (Pape)
[Seite 1481] staubig; χέρσος Pind. N. 9, 48; – auch Beiname des Zeus, Paus. 1, 40, 6.
Russian (Dvoretsky)
κόνιος: пыльный или песчаный (χέρσος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κόνιος: -α, -ον, (κόνις) κονιορτώδης, χέρσος Πινδ. Ν. 9. 102. ΙΙ. ἐγείρων κονιορτόν, ἐπιθ. τοῦ Διὸς Παυσ. 1. 40, 6.
English (Slater)
κόνιος dusty πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι (N. 9.43)
Greek Monolingual
κόνιος, -ία, -ον (Α) κόνις
1. γεμάτος σκόνη, κονιορτώδης
2. (ως επίθ. του Διός) Κόνιος
αυτός που σηκώνει κονιορτό («Διὸς Κονίου ναός», Παυσ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόνιος -α -ον [κόνις] stoffig.