κροκόττας: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κροκόττᾱς:''' ου ὁ крокотт (индийский хищный зверь, предполож. - разновидность гиены) Diod.
|elrutext='''κροκόττᾱς:''' ου ὁ [[крокотт]] (индийский хищный зверь, предполож. - разновидность гиены) Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκόττας Medium diacritics: κροκόττας Low diacritics: κροκόττας Capitals: ΚΡΟΚΟΤΤΑΣ
Transliteration A: krokóttas Transliteration B: krokottas Transliteration C: krokottas Beta Code: kroko/ttas

English (LSJ)

α, ὁ, an Indian wild beast, supposed to be a hybrid between wolf and dog, perhapsreally the hyena, Ctes.Fr.87, Agatharch. 77, Peripl.M.Rubr.50, IG14.1302 (Praeneste): κροκούττας Str.16.4.16: κοροκόττας Ael.NA7.22, Porph.Abst.3.4, Plin.HN8.107: κοροκότας D.C.76.1.

German (Pape)

[Seite 1512] ὁ, ein Thier in Indien, wahrscheinlich eine Hyänenart, Hesych.; vgl. D. Sic. 3, 35, Ael. H. A. 7, 22; crocota u. crocuta der Römer.

Russian (Dvoretsky)

κροκόττᾱς: ου ὁ крокотт (индийский хищный зверь, предполож. - разновидность гиены) Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόττας: -ου, ὁ, ζῷόν τι Ἰνδικὸν ἄγριον νομιζόμενον ὅτι προέρχεται ἐκ μίξεως κυνὸς καὶ λύκου, Λατ. crocotta, crocuta, ἴσως πράγματι ἡ ὕαινα, Bähr. εἰς Κτησ. σ. 343, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b· ὡσαύτως κροκούττας, Στράβ. 775· κοροκόττα Αἰλ. π. Ζ. 7. 22. κοροκότας Δίων Κ. 76. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κροκόττας· ζῷόν τι τετράπουν Αἰθιοπικόν».

Greek Monolingual

κροκόττας και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α)
άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ' εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο ζώο της Αιθιοπίας, πιθ. η ύαινα].