κατακτάς: Difference between revisions
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. | |lsmtext='''κατακτάς:''' Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -[[κτάμενος]], μέσ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[κατακτείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
κατακτάμενος, v. κατακτείνω.
Russian (Dvoretsky)
κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.
Greek Monotonic
κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.
German (Pape)
s. κατακτείνω.