μιλτόπρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιλτόπρεπτος]], -ον και, [[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>, μιλτόπρεπος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο [[χρώμα]], όπως η [[μίλτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπτος</i> και -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>πρεπτος</i>].
|mltxt=[[μιλτόπρεπτος]], -ον και, [[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>, μιλτόπρεπος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο [[χρώμα]], όπως η [[μίλτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπτος</i> και -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[θεόπρεπτος]]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτόπρεπτος Medium diacritics: μιλτόπρεπτος Low diacritics: μιλτόπρεπτος Capitals: ΜΙΛΤΟΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: miltópreptos Transliteration B: miltopreptos Transliteration C: miltopreptos Beta Code: milto/preptos

English (LSJ)

ον, bright-red, A.Fr.116.

German (Pape)

[Seite 186] roth aussehend, Aesch. frg. 107 bei Ath. II, 51 d. Bei Eust. 1254, 26 steht μιλτοπρέποις.

Russian (Dvoretsky)

μιλτόπρεπτος: ярко-красный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μιλτόπρεπτος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν ἐρυθρὸν χρῶμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθίῳ 1254, 27 γράφεται μιλτόπρεπος, «μιλτοπρέποις, ἤγουν ἐρυθροῖς».

Greek Monolingual

μιλτόπρεπτος, -ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πρεπτος και -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεόπρεπτος].