Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητραλοίας: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />meurtrier de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀλοιάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[meurtrier de sa mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀλοιάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρᾰλοίας Medium diacritics: μητραλοίας Low diacritics: μητραλοίας Capitals: ΜΗΤΡΑΛΟΙΑΣ
Transliteration A: mētraloías Transliteration B: mētraloias Transliteration C: mitraloias Beta Code: mhtraloi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀλοιάω) striking one's mother: hence, matricide, A.Eu.153 (lyr.), 210, Lys.10.8, Pl.Phd.114a, etc.:—also written μητρολῴας or μητρ-λώας, 1 Ep.Ti.1.9, Gloss.

German (Pape)

[Seite 179] auch μητραλῴας, der seine Mutter schlägt, Muttermörder; Aesch. Eum. 148. 201; Plat. Phaed. 114 a; Sp., wie Luc. Deor. Concil. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ἀλοιάω.

Russian (Dvoretsky)

μητρᾰλοίᾱς: стяж. μητραλῴας, ου ὁ матереубийца Aesch., Plat., Luc., NT.

Greek (Liddell-Scott)

μητρᾰλοίας: -ου, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ τύπτων τὴν μητέρα αὐτοῦ, μητροκτόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 153, 210, Λυσ. 116. 44, Πλάτ. Φαίδων 114Α, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κτλ. ἐνίοτε φέρεται μητραλῴας· πρβλ. πατραλοίας.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μητραλοίας, Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και μητρολώας, Α και μητρολῴας και μητρολώας)
αυτός που φονεύει τη μητέρα του, ο μητροκτόνος («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ μητραλοίας κατά τὸν Πυριφλεγέθοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. του ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω»), πρβλ. πατρ-αλοίας].

Greek Monotonic

μητρᾰλοίας: -ου, ὁ (ἀλοιάω), αυτός που χτυπά θανατηφόρα τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.

English (Woodhouse)

murderer of a mother, one who kills his mother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)