μυχμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />murmure.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[murmure]].<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχμός Medium diacritics: μυχμός Low diacritics: μυχμός Capitals: ΜΥΧΜΟΣ
Transliteration A: mychmós Transliteration B: mychmos Transliteration C: mychmos Beta Code: muxmo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύζω A) = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.

Russian (Dvoretsky)

μυχμός:аханье, стоны, вопли (μ. τε στοναχή τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.

English (Autenrieth)

(μύζω): moaning, Od. 24.416†.

Greek Monolingual

μυχμός, ὁ (Α)
αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός.

Greek Monotonic

μυχμός: ὁ (μύζω), = μυγμός, στεναγμός, αναστεναγμός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μυχμός, οῦ, ὁ, μύζω
= μυγμός moaning, groaning, Od.