πέπληγον: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
|lsmtext='''πέπληγον:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πλήσσω]]· απαρ. [[πεπληγέμεν]], μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. [[πεπλήγετο]].
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπληγον Medium diacritics: πέπληγον Low diacritics: πέπληγον Capitals: ΠΕΠΛΗΓΟΝ
Transliteration A: péplēgon Transliteration B: peplēgon Transliteration C: pepligon Beta Code: pe/plhgon

English (LSJ)

πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, v. πλήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] aor. II. zu πλήσσω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. épq. de πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

πέπληγον: эп. aor. 2 к πλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπληγον: πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, ἴδε ἐν λέξ πλήσσω.

English (Autenrieth)

see πλήσσω.

Greek Monotonic

πέπληγον: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πλήσσω· απαρ. πεπληγέμεν, μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. πεπλήγετο.