πατράδελφος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πατράδελφος:''' (ᾰδ) ὁ брат отца, дядя по отцу Dem. | |elrutext='''πατράδελφος:''' (ᾰδ) ὁ [[брат отца]], [[дядя по отцу]] Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰδ], ὁ, father's brother, Is.4.23,26, D.44.13, etc.
German (Pape)
[Seite 535] ὁ, Vaters Bruder, Oheim; Isaeus 4, 23; Dem. 44, 13; LXX. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πατράδελφος: (ᾰδ) ὁ брат отца, дядя по отцу Dem.
Greek (Liddell-Scott)
πατράδελφος: ὁ, = πάτρως, ἀδελφὸς τοῦ πατρός, θεῖος, Ἰσαῖος 48. 45., 49. 11, Δημ. 1084. 17· - ἀδελφὸς πατρός, πάτρως, θεῖος, ἦσαν συνηθέστερα, Λοβ. εἰς Φρύν. 304, 306.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο αδελφός του πατέρα, ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + ἀδελφὸς (πρβλ. μητρ-άδελφος)].
Greek Monotonic
πατράδελφος: ὁ = πάτρως, σε Δημ.
Middle Liddell
πατρ-άδελφος, ὁ, = πάτρως, Dem.]