παυσανίας: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], | |mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], [[πρβλ]]. [[λυσανίας]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 10 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, allayer of sorrow, S.Fr.887 (ubi leg. π. κάκ' Ἀτρειδᾶν allaying the sorrows of the A.).
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr.
Russian (Dvoretsky)
παυσᾰνίας: ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph.
Greek (Liddell-Scott)
παυσᾰνίας: -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ λυσανίας, Σοφ. Ἀποσπ. 765.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την υπηρεσία του
αρχ.
αυτός που καταπαύει, σταματάει τη λύπη, που ανακουφίζει τη θλίψη («παυσανίας κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἀνία, πρβλ. λυσανίας].