περιφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periforitikos | |Transliteration C=periforitikos | ||
|Beta Code=periforhtiko/s | |Beta Code=periforhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=περιφορητική, περιφορητικόν, [[current]], λόγος S.E.''M.''10.87. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
περιφορητική, περιφορητικόν, current, λόγος S.E.M.10.87.
German (Pape)
[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.
Russian (Dvoretsky)
περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.