προτρυγητήρ: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>αστρον.</b> [[αστέρας]] [[προς]] τα [[δεξιά]] του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο [[πριν]] από τον τρυγητή, αλλ. [[τρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρυγητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> τρυγῶ)]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>αστρον.</b> [[αστέρας]] [[προς]] τα [[δεξιά]] του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο [[πριν]] από τον τρυγητή, αλλ. [[τρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρυγητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> τρυγῶ)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[προτρυγητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, harbinger of the vintage, name of the star Vindemiatrix (ε Virginis), interpol. in Arat.138, cf. Hipparch.2.5.5, 3.1.4, Gem.3.6, Ptol.Tetr.24: pl., Plu. 2.308a.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
étoile au nord du signe de la Vierge, qui annonce l'époque de la vendange.
Étymologie: πρό, τρυγάω.
Russian (Dvoretsky)
προτρῠγητήρ: ῆρος ὁ τρυγάω (sc. ἀστήρ) предуборочная звезда (справа от созвездия Девы, восходящая незадолго до сбора винограда) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προτρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ἀστὴρ πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς Παρθένου ἀνατέλλων ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ, καλούμενος καὶ ἁπλῶς τρυγητήρ, vindemiator, Ἄρατ. 137, Πλούτ. 2. 308Α· ― προτρῠγητής, οῦ, Πτολ., κλπ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αστρον. αστέρας προς τα δεξιά του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τρυγητήρ (< τρυγῶ)].
German (Pape)
ῆρος, ὁ, = προτρυγητής.