συνυποπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{pape
|ptext=([[πίπτω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[darunter]] [[fallen]]</i>, d.i. <i>mit [[darunter]] [[verstanden]] [[werden]]</i>, Sext.Emp. <i>adv.log</i>. 2.165.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπίπτω Medium diacritics: συνυποπίπτω Low diacritics: συνυποπίπτω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synypopíptō Transliteration B: synypopiptō Transliteration C: synypopipto Beta Code: sunupopi/ptw

English (LSJ)

to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.

Greek Monolingual

Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

German (Pape)

(πίπτω), mit, zugleich darunter fallen, d.i. mit darunter verstanden werden, Sext.Emp. adv.log. 2.165.