ταχυχειλής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]], <i>το</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχυ</i>-<i>χειλής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. [[παχυχειλής]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠχειλής Medium diacritics: ταχυχειλής Low diacritics: ταχυχειλής Capitals: ΤΑΧΥΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: tachycheilḗs Transliteration B: tachycheilēs Transliteration C: tachycheilis Beta Code: taxuxeilh/s

English (LSJ)

ές, quick-lipped, αὐλοὶ τ. flutes or pipes over which the lips run rapidly, AP5.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1077] ές, mit schnellen Lippen; αὐλοί, Leon. Tar. 1 (V, 206), Flöten, die mit schnell u. leicht darüber hineilenden Lippen geblasen werden; Osann auctar. lex. p. 154 schlägt τανυχειλεῖς vor.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠχειλής: быстро пробегаемый губами (αὐλοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠχειλής: -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ ταχέως, εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -χειλής (< χεῖλος, το), πρβλ. παχυχειλής].