συνάμα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.
|elnltext=συνάμᾰ [[[σύν]], [[ἅμα]]] adv., tegelijk, tezamen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb for σὺν ἅμα]<br />[[together]], Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.
|mdlsjtxt=[adverb for σὺν ἅμα]<br />[[together]], Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:02, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμᾰ Medium diacritics: συνάμα Low diacritics: συνάμα Capitals: ΣΥΝΑΜΑ
Transliteration A: synáma Transliteration B: synama Transliteration C: synama Beta Code: suna/ma

English (LSJ)

Adv. for σὺν ἅμα, together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.ΙΙ, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῖς δὲ τριηκόσιοι ταῦροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῖαν ἰδεῖν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monotonic

συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.

Middle Liddell

[adverb for σὺν ἅμα]
together, Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.