τραχήλια: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰχήλια, ων, τά, [[τράχηλος]]<br />scraps of [[meat]] and [[gristle]] [[about]] the [[neck]], scraps, [[offal]], Ar.
|mdlsjtxt=τρᾰχήλια, ων, τά, [[τράχηλος]]<br />scraps of [[meat]] and [[gristle]] [[about]] the [[neck]], scraps, [[offal]], Ar.
}}
{{pape
|ptext=τά, <i>ein [[Stück]] [[Fleisch]] vom [[Halse]], das man [[wenig]] achtete und wegwarf</i>; καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ ἀκάνθας, Ar. <i>Vesp</i>. 968; auch Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχήλια Medium diacritics: τραχήλια Low diacritics: τραχήλια Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑ
Transliteration A: trachḗlia Transliteration B: trachēlia Transliteration C: trachilia Beta Code: traxh/lia

English (LSJ)

τά, scraps of meat and gristle about the neck, which were thrown away with the offal: hence, simply, scraps, offal, Ar.V.968, Pherecr. 54; βόεια Hp.Epid.7.62.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰχήλια: τά шейное мясо, т. е. мясные отходы, отбросы Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχήλια: τά, (τράχηλος) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο μετὰ τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ ἀναγνωστέον ἐν Ἐπιλήσμονι) ὅστις παρέθηκε κράνια ἢ τραχήλια» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.

Greek Monolingual

τά, Α τράχηλος
1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.)
2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.

Greek Monotonic

τρᾰχήλια: τά (τράχηλος), τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από το λαιμό, άχρηστα κομμάτια, απορρίμματα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰχήλια, ων, τά, τράχηλος
scraps of meat and gristle about the neck, scraps, offal, Ar.

German (Pape)

τά, ein Stück Fleisch vom Halse, das man wenig achtete und wegwarf; καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ ἀκάνθας, Ar. Vesp. 968; auch Hippocr.