χρυσοκόμη: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θαμνωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό φρυγανώδες [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόμη]] ([[πρβλ]]. <i>κερασ</i>-[[κόμη]]). Ως όρος της βοτ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>chrysocoma</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θαμνωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό φρυγανώδες [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόμη]] ([[πρβλ]]. [[κερασκόμη]]). Ως όρος της βοτ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>chrysocoma</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμη Medium diacritics: χρυσοκόμη Low diacritics: χρυσοκόμη Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗ
Transliteration A: chrysokómē Transliteration B: chrysokomē Transliteration C: chrysokomi Beta Code: xrusoko/mh

English (LSJ)

ἡ, immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμη: ἡ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασκόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].