χρυσοειδής: Difference between revisions
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble à de l'or]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, like gold, γῆ Pl.Phd. 110c; χρῶμα X.Cyr.7.1.2, cf. Thphr.HP6.3.5; μέλι Arist.HA627a2; κόμη Plu.2.771b; of a kind of jaundice, Hp. ap. Herod.Med(?). in Rh.Mus.49.554.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à de l'or.
Étymologie: χρυσός, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοειδής: похожий на золото, цвета золота, золотистый (χρῶμα Xen.; γῆ Plat.; μέλι Arst.; κόμη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοειδής: -ές, ὅμοιος χρυσῷ, γῆ Πλάτ. Φαίδων 110C· χρῶμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2· μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· κόμη Πλούτ. 2. 771Β. - Ἐπίρρ. -δῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σελ. 81, 5.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α
όμοιος με χρυσό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές
χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ειδής].
Greek Monotonic
χρῡσοειδής: -ές (εἶδος), όπως ο χρυσός, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
χρῡσοειδής, ές εἶδος
like gold, Plat., Xen.