ἀφορισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορισμός''': ὁ, [[περιορισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 13. ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[διάκρισις]], Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 9. 2, 1, 1. 3, 5. 2) [[ὁρισμός]], Λατ. determinatio, Ἀριστ. Κατηγ. 5. 31. 3) βραχεῖα, περιληπτικὴ καὶ σαφὴς περιγραφὴ πράγματός τινος ἢ [[σύντομος]] ὁρισμὸς [[αὐτοῦ]], ὡς οἱ Ἀφορισμοὶ τοῦ Ἱπποκράτους.
|lstext='''ἀφορισμός''': ὁ, [[περιορισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 13. ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[διάκρισις]], Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 9. 2, 1, 1. 3, 5. 2) [[ὁρισμός]], Λατ. determinatio, Ἀριστ. Κατηγ. 5. 31. 3) βραχεῖα, περιληπτικὴ καὶ σαφὴς περιγραφὴ πράγματός τινος ἢ [[σύντομος]] ὁρισμὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ Ἀφορισμοὶ τοῦ Ἱπποκράτους.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορισμός Medium diacritics: ἀφορισμός Low diacritics: αφορισμός Capitals: ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: aphorismós Transliteration B: aphorismos Transliteration C: aforismos Beta Code: a)forismo/s

English (LSJ)

ὁ, A delimitation, assignment of boundaries, SIG827F7; γῆς PFreib.11.7 (iv A. D.); θέσεως Simp. in Ph.626.20. II separation, distinction, Thphr.CP3.14.2; ἀπὸ τοῦ λαοῦ Thd.Is.56.3: hence, banishment, = Lat. relegatio, Lyd.Mag. 3.17 (pl.), Ost.9c (pl.). 2 determination, Arist.Cat.3b22. 3 attainment of definiteness, Thphr.Metaph.28; distinctive character or feature, Alex.Aphr.in Top.74.14. 4 pithy sentence, aphorism (such as those of Hp.), Critias 39 D., Ph.1.636, Hermog.Id.1.6. 5 fixed rule, Thphr.HP9.2.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1fijación de lindes, catastro αἱ ὀνομασίαι τῶν τόπων αἱ ἐν τῷ τῶν ἱερομνημόνων ἀφορισμῷ FD 4.295.7 (II d.C.), ἀ. γῆς PMerton 5.15 (II a.C.), PFreib.11.7 (IV d.C.)
delimitación en el espacio τῆς τῶν σωμάτων θέσεως Simp.in Ph.626.20.
2 fig. reducción a términos significativos, definición esp. de la definición sustancial aristotélica que distingue elementos esenciales pero no particularidades τὸ ποιὸν ... ἐπὶ πλεῖον δὲ τῷ γένει ἢ τῷ εἴδει τὸν ἀφορισμὸν ποιεῖται Arist.Cat.3b22, οὐκ ἀκριβολογητέον τῷ ὅρῳ ἀλλὰ τῷ τύπῳ ληπτέον τοὺς ἀφορισμούς Thphr.HP 1.3.5, ἀφορισμὸν ... μέχρι πόσου τὸ τεταγμένον Thphr.Metaph.15, cf. 28, HP 7.10.5, 9.2.1, CP 3.14.2, Aristox.Harm.24.14
aforismo, aseveración concisa y significativa como tít. de obras de Critias e Hipócrates οἱ Ἀφορισμοί Critias B 39, Hp.Aph., μᾶλλον γὰρ ἀφορισμῷ ἢ παραινέσει ἔοικε τὸ διάταγμα Ph.1.636, cf. Gal.19.349, Hermog.Id.6 (p.251).
3 rasgo distintivo τὰ θεωρήματα διαλεκτικὰ ... ὅσα ἔχει τῶν προσκειμένων τινα ἀφορισμῶν Alex.Aphr.in Top.74.14.
4 sección de un libro διελὼν δὲ τὰς διαδοχὰς καθ' οὓς ἐξέθετο ἀφοριομούς Eus.M.22.921B.
II 1destierro, exilio δημεύσεις τε καὶ ἀφορισμοί Lyd.Mag.3.17, cf. Ost.9c
separación de la comunidad en el pueblo judío ἀφορισμῷ ἀφοριεῖ με Thd.Is.56.3, ἰουδαϊκοὶ ἀφορισμοί Const.App.6.30.1, cf. 19.1, como un tipo de castigo ἐπιτιμάσθω νηστείᾳ ἢ ἀφορισμῷ Const.App.3.8.1, cf. Basil.M.31.1109D, Gr.Nyss.M.46.312D
expulsión εἰς ἀφορισμὸν παντὸς πνεύματος πονηροῦ Serap.Euch.29.
2 ofrenda a Yaveh ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἀφορισμοῦ LXX Ez.48.8, cf. 20.31, 40.

German (Pape)

[Seite 414] ὁ, 1) Abgränzung. Bestimmung, Theophr. – 2) ein kurzer Satz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, z. B. die Aphorismen des Hippokrates.

Russian (Dvoretsky)

ἀφορισμός: ὁ лог. определение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορισμός: ὁ, περιορισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 13. ΙΙ. ἀποχωρισμός, διάκρισις, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 9. 2, 1, 1. 3, 5. 2) ὁρισμός, Λατ. determinatio, Ἀριστ. Κατηγ. 5. 31. 3) βραχεῖα, περιληπτικὴ καὶ σαφὴς περιγραφὴ πράγματός τινος ἢ σύντομος ὁρισμὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ Ἀφορισμοὶ τοῦ Ἱπποκράτους.

Greek Monolingual

ο (AM ἀφορισμός)
1. αξίωμα, ορισμός σύντομος και ακριβής
2. εκκλησιαστική ποινή που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια αποκοπή κάποιου πιστού από το σώμα της Εκκλησίας
αρχ.
διάκριση, ορισμός.