ἆμαρ: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amar | |Transliteration C=amar | ||
|Beta Code=a)=mar | |Beta Code=a)=mar | ||
|Definition=ατος, τό, Dor. for [[ἦμαρ]]. | |Definition=-ατος, τό, Dor. for [[ἦμαρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.
Spanish (DGE)
v. ἦμαρ.
German (Pape)
[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἦμαρ.
Russian (Dvoretsky)
ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.
English (Slater)
ἆμᾰρ day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)
Greek Monotonic
ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.