ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à poignée d'ivoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />][[à poignée d'ivoire]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]], [[κώπη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ον, ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.

Spanish (DGE)

-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.

German (Pape)

[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]à poignée d'ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεφαντόκωπος: с рукоятью из слоновой кости (ξίφος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.

Greek Monolingual

ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.

Greek Monotonic

ἐλεφαντόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει ελεφάντινη λαβή, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐλεφαντό-κωπος, ον κώπη
ivory-hilted, Luc.