ὀνήμενος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. | |lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ὄνησα, ὀνήσει, v. ὀνίνημι.
French (Bailly abrégé)
v. ὀνίνημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
see ὀνίνημι.
Greek Monotonic
ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.