ὑποσχόμενος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποσχόμενος:''' μτχ. αορ. | |lsmtext='''ὑποσχόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὑπισχνέομαι]]· υποτ. [[ὑπόσχωμαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
v. ὑπισχνέομαι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχόμενος: part. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.
Greek Monotonic
ὑποσχόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὑπισχνέομαι· υποτ. ὑπόσχωμαι.