ὑστερικός: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>die [[Gebärmutter]] [[betreffend]], [[daran]] [[leidend]]</i>, τὸ ὑστερικὰ [[πάθη]], <i>[[Mutterbeschwerden]]</i>, Medic.; vgl. Arist. <i>gen.an</i>. 4.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ὑστέρα) of women, A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA776a10; ὑ. πνίξ passio hysterica, hysterics, Sor.2.26. Gal.11.47; also in plural, Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. 2 of or belonging to the womb, σκληρύσματα Hp.Coac.517; ὑμένες, πόρος, Arist.GA717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45. II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).
Russian (Dvoretsky)
ὑστερικός: ὑστέρα II]
1) маточный (πύρος Arst.);
2) подверженный маточным заболеваниям (γυνή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερικός: -ή, -όν, (ὑστέρα) ἐπὶ γυναικὸς πασχούσης κατὰ τὴν μήτραν, Ἱππ. Προρρ. 77, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 7, 6· ― πνῖγας ὑστερικὰς Γαλην. τ. 14, σ. 181, 16, Kühn.· οὕτω, τὰ ὑστερικὰ (ἐξυπακ. πάθη) Ἱππ. Ἀφορ. 1254. ― Ἐπίρρ., -κῶς Διοσκ. 2. 10. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μήτραν, μητρικός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204· ὑμήν, πόρος Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 3, 6., 15. 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)
2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικά
οι πόνοι της μήτρας.
επίρρ...
υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Ν
κατά τρόπο υστερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. της λ. βλ. λ. υστερία].
German (Pape)
die Gebärmutter betreffend, daran leidend, τὸ ὑστερικὰ πάθη, Mutterbeschwerden, Medic.; vgl. Arist. gen.an. 4.7.