ἀκαταφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταφόρητος''': -ον, «ἀνάρσιον, ἀβάστακτον, ἀκαταφόρητον, ἄδικον, ἀνάρμοστον», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκαταφόρητος''': -ον, «ἀνάρσιον, ἀβάστακτον, ἀκαταφόρητον, ἄδικον, ἀνάρμοστον», Ἡσύχ.
}}
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Revision as of 18:49, 4 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταφόρητος Medium diacritics: ἀκαταφόρητος Low diacritics: ακαταφόρητος Capitals: ΑΚΑΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akataphórētos Transliteration B: akataphorētos Transliteration C: akataforitos Beta Code: a)katafo/rhtos

English (LSJ)

ον, not to be borne, Hsch. s.v. ἀνάρσιος.

Spanish (DGE)

-ον que no puede ser llevado Hsch.s.u. ἀνάρσιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταφόρητος: -ον, «ἀνάρσιον, ἀβάστακτον, ἀκαταφόρητον, ἄδικον, ἀνάρμοστον», Ἡσύχ.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: ανυπόφορος, αφόρητος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσυπομένητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎