γλάμυξος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλᾰμῠρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[λήμη]]) [[λημώδης]], «[[τζιμπλιάρης]]», Λατ. [[gramiosus]], Ἱππ. 641. 11· [[ὡσαύτως]], ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.
|lstext='''γλᾰμῠρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[λήμη]]) [[λημώδης]], «[[τζιμπλιάρης]]», Λατ. [[gramiosus]], Ἱππ. 641. 11· [[ὡσαύτως]], ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[triefäugig]], EM</i>. 232.42.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰ́μῠξος Medium diacritics: γλάμυξος Low diacritics: γλάμυξος Capitals: ΓΛΑΜΥΞΟΣ
Transliteration A: glámyxos Transliteration B: glamyxos Transliteration C: glamyxos Beta Code: gla/mucos

English (LSJ)

bleary-eyed, blear-eyed. See γλαμυρός

Spanish (DGE)

γλάμυξος -ον que está afectado de rija ὄμματα EM 232.42G.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰμῠρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. λήμη) λημώδης, «τζιμπλιάρης», Λατ. gramiosus, Ἱππ. 641. 11· ὡσαύτως, ὀφθαλμοὶ γλ. ὁ αὐτ. 642. 50· ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλ. βασιλεύει Παροιμ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Ω. 192.

German (Pape)

ον, triefäugig, EM. 232.42.